Παλομάρ

Παλομάρ
(Palomar). Βουνό της Καλιφόρνιας, στο οποίο (σε ύψος περίπου 1.800 μ.), βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα αστρονομικά παρατηρητήρια του κόσμου. Το αστεροσκοπείο αυτό οφείλει τη φήμη του στο γεγονός ότι είναι εγκατεστημένο εκεί το μεγαλύτερο οπτικό όργανο που υπήρξε ποτέ. Πρόκειται για ένα γιγαντιαίο κατοπτρικό τηλεσκόπιο, με άνοιγμα 5,08 μ. και με εστιακή απόσταση του κύριου κατόπτρου 16,8 μ.· άρχισε να λειτουργεί το 1948, αλλά η πραγματοποίησή του απαίτησε προσπάθειες 20 ετών και δαπάνη πάνω από 6 εκατ. δολ. Επειδή το άνοιγμά του είναι εξαιρετικά ευρύ, ο παρατηρητής τοποθετείται σε έναν ειδικό θάλαμο, στο εσωτερικό του τηλεσκοπίου, στην κύρια εστία του κατόπτρου. Με το όργανο αυτό είναι δυνατή η παρατήρηση στα βάθη του σύμπαντος, ακόμα και σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 500 εκατ. ετών φωτός. Από τα πολυάριθμα και σημαντικά όργανα, που διαθέτει το παρατηρητήριο αυτό, αξιοσημείωτοι είναι δύο τελειότατοι θάλαμοι Σμιντ, τηλεσκόπια που επιτυγχάνονται με τον συνδυασμό ενός σφαιρικού κατόπτρου με έναν διορθωτικό φακό, κατάλληλο να εξουδετερώνει τις αποκλίσεις του κατόπτρου. Ο πρώτος θάλαμος, ένας από τους μεγαλύτερους που υπάρχουν σήμερα, έχει κάτοπτρο διαμέτρου 183 εκ. και φωτεινότητα f/2,5· άρχισε να λειτουργεί το 1948. Ο άλλος, με κάτοπτρο διαμέτρου 66 εκ. και διορθωτικό φακό διαμέτρου 45 εκ., συνετέλεσε, με τη συστηματική χρήση του στην ανακάλυψη πολυάριθμων αστέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Καλβίνο, Ίταλο — (Italo Calvino, Σαντιάγο, Κούβα 1923 – 1985). Ιταλός γεωπόνος, φιλόλογος και λογοτέχνης. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Σαν Ρέμο. Σπούδασε γεωπονία και φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Τορίνο, σταδιοδρόμησε όμως σε εκδοτικές επιχειρήσεις. Έλαβε… …   Dictionary of Greek

  • Χάλε, Τζορτζ Έλερι — (Hale, Σικάγο 1868 – Πασαντένα, Καλιφόρνιας 1938). Αμερικανός αστρονόμος, εφευρέτης του φασματοκλιογράφου. Βοηθός (1892 97) και μετά καθηγητής στην έδρα Αστροφυσικής (1897 – 1905) του πανεπιστημίου του Σικάγου, οργάνωσε 3 μεγάλα αστεροσκοπεία:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”